ταὐτολογικῶς

ταὐτολογικῶς
ταὐτολογ-ικῶς, Adv.
A tautologically, Eust.122.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταὐτολογικῶς — tautologically indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτολογικός — ή, ό, Ν [ταυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυτολογία. επίρρ... ταυτολογικώς / ταὐτολογικῶς ΝΜ, και ταυτολογικά Ν με ταυτολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”